Ταξίδια της μνήμης στην παλιά Δομνίστα
Η Δομνίστα είναι ένα ήσυχο πλέον κεφαλοχώρι νότια της Ευρυτανίας, που αριθμεί λιγοστούς μόνιμους κάτοικους. Έχει υπάρξει σημαντικός κόμβος του εμπορίου, αλλά και ορμητήριο ανταρτών την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Το κατάφυτο πλέον χωριό έχει πάνω από 550 χρόνια ζωής, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές. Στη μακραίωνη ζωή της κοινότητας υπήρξαν εποχές πληθυσμιακής ακμής και εποχές που το χωριό σχεδόν ερημώθηκε και άρχισε η ζωή του από την αρχή, με πιθανή μια μικρή γεωγραφική μετακίνηση.
Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα (1900-2000) φαίνεται ότι ήταν στην πιό μεγάλη πληθυσμιακή του ακμή. Η πορεία ανόδου άρχισε από το τέλος της Επανάστασης του 1821 και την συμπερίληψη του στον πρώτο πυρήνα του έλευθερου Ελληνικού κράτους. Η άνοδος αυτή ανακόπηκε στη δεκαετία του 1940-1950 με αιτία την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Εκτός από τις πολεμικές περιπέτειες ώθηση προς την παρακμή έδωσε η εισβολή της τεχνολογικής εξέλιξης και οι αλλαγές σε όλα τα οικονομικά, τα κοινωνικά και πολιτιστικά δεδομένα μετά το 1950.
Χαρακτηριστικά η αποξήρανση των ελών και η καταπολέμηση των κουνουπιών στους κάμπους, έδωσε τη δυνατότητα επιβίωσης των Δομνιστιάνων στα πεδινά όλο το χρόνο και τους εξασφάλισε εύφορη γη για καλλιέργειες.
Έτσι μετά το 1950-1960, βοηθούσης και της εκβιομηχάνισης που ζητούσε εργατικά χέρια στις πόλεις -κυρίως Αθήνα- η αστικοποίηση συρρίκνωσε πληθυσμιακά το χωριό. Ουσιαστικά τώρα πια δεν είναι κοινότητα ανθρώπων όπως στο παρελθόν, με δική του ζωή και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αλλά μάλλον τόπος προσκυνήματος και ολιγοήμερης παραμονής, όπως μας γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου "ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΔΟΜΝΙΣΤΑ" ο φιλόλογος Αθ. Δ. Σταμάτης.
Η Δομνίστα το 1940 είχε πάνω από 1200 κατοίκους και πάνω από 300 σπίτια. Εκτός από τα σπίτια του χωριού ήταν και τα σπίτια στα Ζηρέλια, τα Αμπέλια, την Μπερζιανή, το Μαρίνου, το Φαντίνου, τα Λιβάδια και την Πραϊλα.
Το βιβλίο, είναι ένα από τα σπουδαία συγγραφικά έργα του Αθανάσιου Γ. Σύρρου, που περιγράφουν την καθημερινότητα των Δομνιστιάνων, την ιστορία, τα ήθη και τις παραδόσεις με αγνό, καθάριο τρόπο διατηρώντας τις μνήμες ζωντανές για τις γενιές που ακολουθούν.
Η Δομνίστα, όπως και όλα τα κεφαλοχώρια της Ευρυτανίας θα μπορούσαν να ξαναζήσουν ένδοξες στιγμές, καθώς τα "κουνούπια επέστρεψαν στα έλη" η αστικοποίηση ξεπέρασε τα όρια της αντοχής του ανθρώπου και όλοι οι δρόμοι οδηγούν ξανά πίσω στη φύση και την γραφικότητα του χωριού για μια νέα αρχή με εφόδια τη γνώση και τα σύγχρονα μέσα διαβίωσης!
Όσο κι αν φαντάζει αδύνατο, η Δομνίστα Ευρυτανίας, είναι κεφαλοχώρι που θα μπορούσε να θρέφει καθημερινά τα παιδιά της κι όχι ένας ακόμη τόπος αναψυχής για περιστασιακούς ετεροδημότες και περαστικούς εκδρομείς. Καλοδεχούμενοι δείχνουν όλοι και λόγο έχουν, μα κάτι λείπει που δεν τολμά να πεις κανείς..
Στις βλέψεις της πολιτείας και των λιγοστών κατοίκων θα μπορούσε να είναι η επανεκκίνηση μιας μικρής λειτουργικής κοινότητας, επενδύοντας σε ουσιαστικές υποδομές και όχι μόνο σε όνειρα για στείρα τουριστική εκμετάλευση, δίχως όρους και προϋποθέσεις.
Το εξαντλητικό αυτό φαινόμενο είναι γενικό και σαφώς δεν περιορίζεται μόνο στην ελατοστόλιστη Ευρυτανία, ωστόσο καθορίζει το μέλλον κάθε τόπου.
Κάποιοι θεωρούν εύκολη λύση επιβίωσης τον τουρισμό ή μήπως τις ανανεώσιμες τάχα πηγές ενέργειας και άλλες εξυπνάδες. Δεν χρειάζεται να είσαι ο Νοστράδαμος για να προβλέψεις τις επιπτώσεις αυτής της τακτικής, όταν όλα τα παραδοσιακά επαγγέλματα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί σε έναν τόπο και οι ντόπιοι αναγκάζονται να υπηρετούν τη μοντέρνα γενιά ταξιδιωτών και επενδυτών με το χαμόγελο στα χείλι.
Στην Ελλάδα τα ορεινά χωριά ερήμωσαν και κινδυνεύουν να αφανιστούν, από λάθος χειρισμούς όσων τα διοικούν και όσων τα περιφρονούν σκόπιμα.
Η βιώσιμη λύση δεν θα βρεθεί στα έδρανα των αρχών, ούτε στα καφενεία, χάθηκε η γνώση και χαλάρωσαν τα ήθη.
Το κυνήγι, τα ποτά, τα ψητά και τα σύγχρονα δρώμενα (μουσικά και αθλητικά) δεν αρκούν να χτίσουν μια λειτουργική κοινωνία, ούτε δίνουν το κίνητρο σε νέους να επενδύσουν στον τόπο τους αποκτώντας έναν καθαρό τρόπο ζωής. Απομένει μόνο λίγη αποσυμπίεση του διημέρου κι από Δευτέρα όλοι πίσω στην πόλη για βιοπάλη. Τελικά για να γυρίσει ο Ήλιος θέλει δουλειά πολλή και αυτό είναι που φοβόμαστε, τη δουλειά!
Τα γράφω με αφορμή τα ιστορικά ντοκουμέντα που δώρο ήρθαν στα χέρια μου ένα απόγευμα στην πλατεία του χωριού. Ρίζωσε βαθιά η κουβέντα με τους γηραιότερους που είχαν να μοιραστούν τα ταξίδια της μνήμης τους. Πόσο θα θελα να άλλαζα αυτό τον κόσμο!
με φιλικούς χαιρετισμούς, Αποστόλης Τσιμπανάκος